οὐράνιος

οὐράνιος
οὐρᾰνιος
1 celestial

οὐρανίων ὑδάτων O. 11.2

κίων δ' οὐρανία συνέχει, νιφόεσσ Αἴτνα P. 1.19

ἀστέρος οὐρανίου P. 3.75

οὐρανι[ Pae. 21.2

of gods, εὔβουλον Θέμιν οὐρανίαν fr. 30. 1. ματέρ' ἐρώτων οὐρανίαν Ἀφροδίταν fr. 122. 4. pl. pro subs., of goddesses, ὑπεροχωτάτᾳ πρέπεν Οὐρανιᾶν θυγατέρι Κρόνου (Οὐρανίδα e Σ Mommsen) P. 2.38

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οὐράνιος — heavenly masc nom sg οὐράνιος heavenly masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οὐράνιος — heavenly masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ουράνιος — α, ο (ΑΜ ουράνιος, ία ον, θηλ. και ος) [ουρανός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ουρανό ή αυτός που βρίσκεται στον ουρανό ή αυτός που προέρχεται από τον ουρανό (α. «ουράνια φαινόμενα» τα φαινόμενα τα οποία εξελίσσονται στον ουρανό β. «φυτὸν… …   Dictionary of Greek

  • ουράνιος — α, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ουρανό, που συμβαίνει στον ουρανό, που προέρχεται από τον ουρανό: Ουράνια σώματα. – Ουράνια φαινόμενα. 2. ως ουσ., ουράνια, τα η έκταση του ουρανού, ουράνια περιοχή, ο ουρανός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οὐρανίω — οὐράνιος heavenly masc/neut nom/voc/acc dual οὐράνιος heavenly masc/neut gen sg (doric aeolic) οὐράνιος heavenly masc/fem/neut nom/voc/acc dual οὐράνιος heavenly masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐρανίως — οὐράνιος heavenly adverbial οὐράνιος heavenly masc acc pl (doric) οὐράνιος heavenly adverbial οὐράνιος heavenly masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐράνιον — οὐράνιος heavenly masc acc sg οὐράνιος heavenly neut nom/voc/acc sg οὐράνιος heavenly masc/fem acc sg οὐράνιος heavenly neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐρανίων — οὐράνιος heavenly fem gen pl οὐράνιος heavenly masc/neut gen pl οὐράνιος heavenly masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐρανίοιο — οὐράνιος heavenly masc/neut gen sg (epic) οὐράνιος heavenly masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐρανίοις — οὐράνιος heavenly masc/neut dat pl οὐράνιος heavenly masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐρανίοισι — οὐράνιος heavenly masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) οὐράνιος heavenly masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”